συσσημαίνω

συσσημαίνω
Α
1. σημαίνω κάτι παραλλήλως με κάτι άλλο
2. βγάζω μία σημασία από τα συμφραζόμενα
3. μεσ. συσσημαίνομαι
σφραγίζω ή υπογράφω μαζί με κάποιον άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συσσημαντικός — ή, όν, Α [συσσημαίνω] αυτός που δηλώνει κάτι επί πλέον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”